σκληρίζω

σκληρίζω
Ν [σκληρός]
(αμτβ.) εκβάλλω γοερή κραυγή, τσυρίζω, στριγγλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκληρίζω — ισα, βγάζω διαπεραστική κραυγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκλήρισμα — το, Ν [σκληρίζω] το αποτέλεσμα τού σκληρίζω, γοερή κραυγή, στρίγγλισμα …   Dictionary of Greek

  • σκληριά — η, Ν [σκληρίζω] γοερή κραυγή, τσύρισμα, στριγγλιά …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”